συνεργία

συνεργία
συνεργ-ία, ,
A co-operation, Arist.Pr.876b15, Plb.8.33.10; εἰς τὸν βίον, πρὸς τοὺς πολέμους, Phld.Rh.1.270 S., Mus. p.69 K.: also [full] συνέργεια, UPZ36.14 (ii B.C.), Gal. 19.472: pl., Arist. Oec.1343b17 (-ίαι, v.l. -είαι).
II conspiracy, collusion, D.56.8;

περί τι Din.1.112

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεργία — συνεργίᾱ , συνεργία co operation fem nom/voc/acc dual συνεργίᾱ , συνεργία co operation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργία — συνεργία, η και συνέργεια, η 1. το να είναι κάποιος συνεργός. 2. σύμπραξη σε αξιόποινη πράξη: Κατηγορήθηκε για συνεργία στο έγκλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεργία — και συνέργεια, η, ΝΜΑ [συνεργός / συνεργής] 1. το να είναι κανείς συνεργός σε κάτι, σύμπραξη, συνεργασία («εἰς συνεργίαν καλῶν καὶ ὠφελίμων», Αθανάσ.) 2. φρ. «διαβόλου συνεργίᾳ» ή «διαβολικῇ συνεργίᾳ» με την έμπνευση και την καθοδήγηση τού… …   Dictionary of Greek

  • συνεργίᾳ — συνεργίαι , συνεργία co operation fem nom/voc pl συνεργίᾱͅ , συνεργία co operation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργίας — συνεργίᾱς , συνεργία co operation fem acc pl συνεργίᾱς , συνεργία co operation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργίαι — συνεργία co operation fem nom/voc pl συνεργίᾱͅ , συνεργία co operation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργίαν — συνεργίᾱν , συνεργία co operation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργιῶν — συνεργία co operation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργίαις — συνεργία co operation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργίην — συνεργία co operation fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Синергия (значения) — Синергия (из др. греч. συνεργία  соучастие, содействие, помощь, сообщничество)[1] может означать: Синергия (экономика), синергический эффект  увеличение эффективности деятельности в результате сочетания, соединения, интеграции, слияния… …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”